Ο πυρήνας των «προγραμμάτων δομικής προσαρμογής» του ΔΝΤ είναι ένα σύνολο μέτρων σκληρής λιτότητας και περικοπής δημόσιων δαπανών, ανατροπής των όρων στις εργασιακές σχέσεις με έμφαση στη μείωση του κόστους εργασίας και την απελευθέρωση των απολύσεων και των ευέλικτων μορφών εργασίας, μεγάλων ιδιωτικοποιήσεων και παραχώρησης πεδίου δράσης στους ιδιώτες επενδυτές.
Μόνο που για να μπορέσουν όλα αυτά να διαμορφώσουν «αναπτυξιακή δυναμική» χρειάζεται απαλλαγή από το βάρος της αποπληρωμής όλου του βάρους του προηγούμενου χρέους. Αλλωστε, με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζει και το ΔΝΤ την αποπληρωμή του χρέους προς αυτό, κάτι με το οποίο ως γνωστόν δεν αστειεύεται. Ομως, στην ελληνική περίπτωση η συνταγή δεν ακολουθήθηκε εξαρχής. Ηδη από το 2010 και την εκκίνηση των διαπραγματεύσεων για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης χρέους, το θέμα της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους τέθηκε επί τάπητος από τη μεριά του ΔΝΤ. Ωστόσο, η αναδιάρθρωση του χρέους, που θα σήμαινε ότι αρκετοί από τους ιδιώτες ομολογιούχους θα υφίσταντο απώλειες, ήταν κάτι που δεν άρεσε στους Ευρωπαίους.
Σε αυτή την άρνηση ας μην αναζητήσουμε μόνο τη γερμανική εμμονή στην ανάγκη να αποπληρώνονται τα χρέη για να αποφεύγεται ο «ηθικός κίνδυνος». Οι λόγοι ήταν περισσότερο ταπεινοί: ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού δημόσιου χρέους βρισκόταν στα χέρια γερμανικών, γαλλικών και άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών και οι κυβερνήσεις τους δεν ήθελαν να δουν να έχουν απώλειες. Αρνητική στάση στο ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του χρέους κράτησε και ο Λουκάς Παπαδήμος, εκπροσωπώντας την ΕΚΤ, που ήταν κάθετα αντίθετη στο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους. Η εξέλιξη του «ελληνικού προγράμματος» και η ριζική επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα του πρώτου Μνημονίου και της οικονομικής ύφεσης που διαμόρφωσε, έκαναν το ζήτημα του χρέους εκρηκτικό. Η Ελλάδα χρειαζόταν μπροστά στο 2ο Μνημόνιο τεράστια δανειακά ποσά, πρώτα και κύρια για την ανακεφαλαιοποίηση ενός χρεοκοπημένου τραπεζικού συστήματος, και άρα δεν γινόταν να αποφευχθεί η αναδιάρθρωση του χρέους που κατείχαν ιδιώτες. Ετσι, φτάσαμε στο PSI. Τυπικά επρόκειτο για τη μεγαλύτερη αναδιάρθρωση χρέους στην παγκόσμια Ιστορία. Συμμετείχαν στη διαδικασία ιδιοκτήτες ομολόγων συνολικού ύψους 198 δισεκατομμυρίων ευρώ που δέχτηκαν το «κούρεμα» της ονομαστικής αξίας των παλαιών ομολόγων κατά 53,5% και την ανταλλαγή των παλαιών ομολόγων με νέα ονομαστικής αξίας 31,55% των παλαιών ομολόγων. Προσφέρθηκε επίσης ως αντάλλαγμα ένα επιπλέον μπόνους σε βραχυπρόθεσμα ομόλογα του ΕΤΧΣ με πιστοληπτική διαβάθμιση ΑΑΑ, ύψους 15% της ονομαστικής αξίας. Με αυτόν τον τρόπο η ονομαστική αξία της προσφοράς έφτανε το 46,5% των αρχικών απαιτήσεων. Συνολικό «κούρεμα» 106 δισεκατομμυρίων. Βέβαια, εξαιτίας του ταυτόχρονου πολύ μεγάλου δανεισμού στο πλαίσιο του 2ου Μνημονίου, το ελληνικό χρέος στην πραγματικότητα παρέμεινε πολύ υψηλό.
Τις συνέπειες του PSI απέφυγαν οι ευρωπαϊκές τράπεζες, που εκμεταλλεύτηκαν την περίοδο ανάμεσα στο 2010 και το 2012 για να ξεφορτωθούν ελληνικά ομόλογα, παρότι την άνοιξη του 2010 έδιναν όρκους περί του αντιθέτου, καθώς και η ΕΚΤ και άλλες εθνικές τράπεζες, που είδαν τα δικά τους ελληνικά ομόλογα να εξαιρούνται.
Δεν εξαιρέθηκαν, όμως, τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και πλήθος άλλων δημόσιων φορέων, που είδαν τα αποθεματικά τους, τα οποία ήταν υποχρεωτικά τοποθετημένα σε τίτλους του ελληνικού Δημοσίου από την Τράπεζα της Ελλάδος, να απαξιώνονται, σε μια περίοδο που ούτως ή άλλως είχαν αρχίσει να έχουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα.