Από όλα τα οικονομικά μεγέθη που επηρεάζουν την πολιτική της κάθε χώρας, το χρέος φαίνεται να έχει τον πιο καθοριστικό ρόλο – ως πολιτικό εργαλείο όμως και όχι ως κάποιο αυτοτελές πρόβλημα, όπως συνηθίζεται να παρουσιάζεται
Λίγες εβδομάδες πριν, όταν από τις σελίδες αυτού του εντύπου1 είχαμε καταπιαστεί με τη βιομηχανία των εξοπλισμών, είχαμε αναφερθεί μεταξύ άλλων στην πρόταση του επιχειρηματία Κρίστιαν Χατζημηνά, μέσω άρθρου του στους «Financial Times», να επιλυθεί το ζήτημα της παγκοσμιοποιημένης πια υφεσιακής τάσης μέσω της ολικής διαγραφής των κρατικών χρεών σε Ε.Ε., ΗΠΑ, Κίνα και Ιαπωνία. Οχι, δεν πρόκειται για κάποια «γενική αμνηστία» ανθρωπιστικής αιτίας. Τα επιχειρήματα του αρθρογράφου ανήκαν καθαρά στη σφαίρα του οικονομικού πραγματισμού. Είναι ένας μεταξύ πάμπολλων μανδαρίνων της οικονομίας που παρατήρησαν τα τελευταία χρόνια ότι η υπόθεση του χρέους αποτελεί πρόβλημα σε παγκόσμιο επίπεδο, οι διαστάσεις του οποίου είναι πια τόσο δυσθεώρητες, που μόνο με ριζικά μέτρα μπορούν να αντιμετωπιστούν.
Φυσικά, είναι γνωστό ότι η εν χορώ καταστολή από τα ΜΜΕ όλων των απόψεων που έβλεπαν ένα αδιέξοδο στη διαχείριση της ελληνικής κρίσης χρέους έχει απαγορεύσει οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση για το θέμα. Οσο προπαγάνδιζαν ότι «για το χρέος ευθύνονται η ανευθυνότητα και ο λαϊκισμός και μοναδική λύση είναι το μνημονιακό συνταγολόγιο», όχι μόνο το χρέος διογκωνόταν, αλλά και οι ειδήσεις για όλα αυτά που παρουσιάζονταν ως «ανέφικτα» περνούσαν θαμμένες στις στήλες των διεθνών στις εφημερίδες.
Τον Αύγουστο του 2015, για παράδειγμα, έναν μήνα αφού η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, χαρακτήρισε το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους «αναγκαιότητα», η Ουκρανία καλούνταν με τη σειρά της να ρυθμίσει τα χρέη προς τους δανειστές της: τις ΗΠΑ, το ΔΝΤ, τη Ρωσία και ιδιώτες. Προκειμένου να μη γλιστρήσει προς το «ανατολικό» στρατόπεδο, η φιλοευρωπαϊκή, ακροδεξιά κυβέρνηση της Ουκρανίας δέχθηκε με τις ευλογίες του ΔΝΤ μια πρόταση «κουρέματος» του χρέους της κατά 20% και επιμήκυνσής του για τέσσερα χρόνια. Το «αδύνατο» για την Ελλάδα είχε γίνει πραγματικότητα σε μια εμπόλεμη χώρα, με κατεστραμμένη οικονομία – και η είδηση υπήρξε εν πολλοίς άφαντη στην ελληνική επικαιρότητα. Μήλον της Εριδος του ελληνικού πολιτικού στερεώματος τα τελευταία χρόνια υπήρξε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο η διαχείριση του ζητήματος του χρέους. Από την πλήρη παράδοση στην εξυπηρέτησή του με τους όρους των δανειστών μέχρι την απαίτηση της καθολικής διαγραφής του, εκτείνεται μια ολόκληρη βεντάλια από ενδεχόμενα. Η επίμονη άρνηση της τρόικας να θέσει επί τάπητος το ζήτημα του χρέους μοιάζει φυσιολογική στους εγχώριους υπερασπιστές της. Ωστόσο, μια ματιά στην παγκόσμια ιστορική αλυσίδα κρίσεων χρέους αρχίζει να δείχνει προς μια άλλη αντίληψη για τη φύση και την επίλυσή τους.
Η ζαϊροποίηση του Κονγκό
Τρία ήταν τα μεγάλα μέτωπα των ΗΠΑ τη δεκαετία του ’60: Το σιδηρούν παραπέτασμα στην Ευρώπη• η άνοδος της Αριστεράς στη Λατινική Αμερική• οι αντιαποικιακές εξεγέρσεις στην Αφρική. Κατά την προσφιλή της πρακτική, η αμερικανική εξωτερική πολιτική αντιμετώπισε τις εξεγερσιακές τάσεις του Κονγκό με ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, εγκαθιστώντας στην εξουσία τον Μομπούτου, έναν πρώην στρατιωτικό και δημοσιογράφο, που είχε αρχικά επιδείξει φίλιες διαθέσεις προς τον Πατρίς Λουμούμπα, τον πρώτο δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο του Κονγκό και ηγέτη της κονγκολέζικης αντιαποικιοκρατίας.
Οταν ο Λουμούμπα ξεκίνησε μια εκστρατεία για την οριστική αποβολή των Βέλγων από τη χώρα του, ο Μομπούτου τον κατηγόρησε ανοιχτά για φιλο-κομμουνιστικές τάσεις, πράγμα που του έδωσε ευθύς αμέσως μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Οι προδότες Μομπούτου και Καζαβούμπου τελικά πέτυχαν την εκτέλεση του Λουμούμπα και τη συντριβή του αντιαποικιοκρατικού κινήματος, με όπλα και χρηματοδότηση από τον συνασπισμό Αμερικανών, Βρετανών και Βέλγων, όπως θα αποδεικνυόταν δεκαετίες αργότερα. Ο Μομπούτου εγκαταστάθηκε στην εξουσία το 1965 και με τη βοήθεια του συνασπισμού παρέμεινε εκεί για 32 χρόνια.
Ο ρόλος του ήταν απλώς αυτός του «φυτευμένου» δικτάτορα, αλλά τον επιτέλεσε με περίσσεια ζήλου. Ο Μομπούτου ήταν γνωστός για την επιδεικτική σπατάλη δημόσιου χρήματος, αλλά και για το καθεστώς υπέρμετρης διαφθοράς, που εγκατέστησε με αμερικανική σφραγίδα, στο πλαίσιο του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος της «ζαϊροποίησης». Οταν τελικά το 1997 καθαιρέθηκε από τις στρατιές του Λοράν-Ντεζιρέ Καμπίλα, ο Μομπούτου άφησε ως παρακαταθήκη ένα διογκωμένο δημόσιο χρέος, για το οποίο οι έρευνες έδειχναν ότι αντιστοιχούσε σχεδόν ισόποσα στη ροή κεφαλαίων κατά τη διάρκεια της θητείας του. Κοινώς, ο ίδιος ο Μομπούτου, αλλά και οι ευνοούμενοι του καθεστώτος του είχαν δανειστεί χρήματα από το ΔΝΤ και τις ΗΠΑ, τα οποία είχαν μετατρέψει αρχικά σε ανεκπλήρωτα δημόσια έργα και τραπεζικά δάνεια και μετά σε ιδιωτικά assets στο εξωτερικό. Στο σύνολό τους, άγγιζαν τα 18 δισεκατομμύρια δολάρια.
Με την πτώση του Μομπούτου, άνοιξε ο διάλογος για τον χαρακτηρισμό του χρέους ως «απεχθούς». Οι ΗΠΑ και το ΔΝΤ κατηγορήθηκαν ότι συνέχισαν να δανείζουν τον δικτάτορα, παρότι ήξεραν πολύ καλά πού κατέληγαν τα χρήματα τα οποία έδιναν – άλλωστε, ο δίαυλος των δανειστών με τον δικτάτορα παρέμεινε ανοιχτός καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του. Οικονομολόγοι και στελέχη της διάδοχης κυβέρνησης θεώρησαν ότι η αποπληρωμή του δεν μπορούσε να γίνει εις βάρος του λαού του Κονγκό. Οι διαπραγματεύσεις συνέχισαν για χρόνια, με το Κονγκό να αποπληρώνει κανονικά τα χρέη του στο ενδιάμεσο. Το 2010, το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα πραγματοποίησαν «κούρεμα» του χρέους του Κονγκό κατά 12,3 δισ. δολάρια. Μέχρι το 2016, το χρέος είχε αυξηθεί σπάζοντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Γλυτώνοντας τον χαρακτηρισμό του χρέους ως απεχθούς, το μόνο που είχαν κάνει οι δανειστές ήταν να βάλουν ως όρο για το «κούρεμα» την παραχώρηση των ορυχείων διαμαντιών και τη νομική διευκόλυνση της εκμετάλλευσής τους στις καναδικές, αμερικανικές και ελβετικές τράπεζες και επιχειρήσεις που τα διεκδικούσαν.
Επαγγελματίες πιστωτές Θα προκαλούσε ίσως εντύπωση στα καθ’ ημάς η διαπίστωση ότι η Ελλάδα όχι απλώς δεν κατέχει το μεγαλύτερο εξωτερικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά δεν βρίσκεται καν στην πρώτη δεκάδα. Η εντύπωση μεγαλώνει όταν διαπιστώσει κανείς ότι στις κορυφαίες θέσεις δεν βρίσκονται αναπτυσσόμενες ή ευπαθείς οικονομίες, αλλά χώρες όπως το Βέλγιο, η Ελβετία, η Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο και το Χονγκ Κονγκ. Τέλος, το πιο αξιοπερίεργο βρίσκεται στην κορυφή της λίστας, όπου τη δεύτερη θέση κατέχει o offshore παράδεισος του Παλάου και την πρώτη το Λουξεμβούργο. Με διαφορά μάλιστα από τους επόμενους: εκεί που στη Μάλτα, η οποία βρίσκεται στην τρίτη θέση, το χρέος είναι στο 879% του ΑΕΠ, στο Παλάου και το Λουξεμβούργο είναι 6.209% και 6.731% αντίστοιχα.
Οι περιπτώσεις δεν είναι όμοιες. Το Βέλγιο, η Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο οφείλουν το δυσθεώρητο ύψος του εξωτερικού χρέους τους στις χρόνιες διεθνείς δοσοληψίες που έχουν μείνει από το αποικιοκρατικό τους παρελθόν. Η Ελβετία στις τραπεζικές της δραστηριότητες. Η παρουσία αυτών των χωρών στη λίστα δεν είναι καθόλου ανησυχητική, καθώς οι οικονομικές δραστηριότητες που περνούν τα σύνορά τους είναι πολλαπλές και τα χρέη που προκύπτουν απ’ αυτές εξυπηρετήσιμα. Το δε υπέρογκο χρέος του Παλάου των μόλις 18.000 κατοίκων δεν πρόκειται ποτέ να αποπληρωθεί. Είναι καταθέσεις και χρήματα τα οποία έδωσαν για λειτουργικά έξοδα και υποδομές όσοι διαμεσολάβησαν για τη μετατροπή του νησιού σε φορολογικό και επιχειρηματικό παράδεισο. Αντίστοιχα και το Λουξεμβούργο: ως επενδυτικό κέντρο του κόσμου -και στέγη της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, μεταξύ άλλωντο κρατίδιο αυτό έχει θεσμικά τον ρόλο του «διακινητή» χρήματος. Ανήκει στην ίδια κατηγορία με το Χονγκ Κονγκ: εθνικές οικονομίες στις οποίες μετακινείται πλούτος με ευνοϊκούς όρους, για να αποταμιεύεται ή να μεταβιβάζεται αλλού. Η συνταγή για να αποτελεί μια χώρα «διεθνή πιστωτή» είναι απλή, αρκεί οι ισολογισμοί της για το τρέχον χρέος και τα έσοδά της να βγάζουν θετικό πρόσημο. Το «κακό» χρέος μπορεί να είναι έτσι όχι απλώς μη υφεσιακό, αλλά και αναπτυξιακός παράγοντας.
Το Λουξεμβούργο βρίσκεται και στις κορυφαίες θέσεις μιας άλλης κατάταξης, αυτής του αντικειμενικού χρέους, με 4 τρισεκατομμύρια δολάρια, ανάμεσα στην Ολλανδία και την Ιαπωνία. Την πρώτη θέση καταλαμβάνουν οι ΗΠΑ με 18 τρισ., ενώ ακολουθεί η Βρετανία με 7 τρισ. Η πρώτη πραγματικά ανησυχητική παρουσία εμφανίζεται με την Ιρλανδία στην ένατη θέση, το χρέος της οποίας αγγίζει τα 2,3 τρισ., ακολουθούμενη από την Ισπανία με 2 τρισ. Οι επιπτώσεις της κρίσης είναι εμφανείς στην κατάταξη, όταν τρεις (μαζί με την Ιταλία) χώρες των περιβόητων PIGS αρχίζουν να αγγίζουν το ταβάνι. Αυτό που ίσως ανακύπτει αόρατα πίσω από την εξέλιξη του πίνακα δεν είναι ωστόσο το «φλερτ» των χωρών του ευρωπαϊκού νότου με τη χρεοκοπία, αλλά η αποδυνάμωση της δυνατότητας των «διεθνών πιστωτών» να επιτελούν τη λειτουργία τους. Υπέρ της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Ομπάμα, ο Πολ Κρούγκμαν έγραφε στους «New York Times» ότι η πτώση των ΗΠΑ δεν αντανακλά την αποδυνάμωση της επενδυτικής τους δυνατότητας στο εξωτερικό, αλλά την άνοδο των ξένων επενδύσεων στο εσωτερικό της χώρας. Αντικειμενικά, ωστόσο, η σούμα αυτών έβγαινε αρνητική, προβληματίζοντας για την ευρωστία όχι μόνο των ΗΠΑ, αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας.
Ατμομηχανές
Δεν υπάρχει όμως μόνο το εξωτερικό χρέος. Το δημόσιο βαραίνει εξίσου και εκεί η Ελλάδα έρχεται δεύτερη παγκοσμίως, με το δημόσιο χρέος να ανέρχεται στο 182% του ΑΕΠ. Την κορυφή καταλαμβάνει η Ιαπωνία με 235%. Για το ΔΝΤ, το δημόσιο χρέος της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου είναι από το 2013 και εντεύθεν «μη βιώσιμο», ενώ, απούσης κάποιας ριζικής αλλαγής -όπως την αντιλαμβάνεται το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο-, αναμένεται να έχει φτάσει το 290% μέχρι το 2030. Το Ταμείο κατήγγειλε τις προβλέψεις της ιαπωνικής κυβέρνησης για την πορεία της οικονομίας ως υπερβολικά αισιόδοξες, ενώ ο οίκος Fitch υποβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική της ικανότητα από ΑΑ σε Α+, ακολουθώντας τη ρητορική του Ταμείου. Παρά την αισιοδοξία της, ωστόσο, η ιαπωνική κυβέρνηση δεν έπεσε έξω στις προβλέψεις της, σημειώνοντας μια σταθερή οικονομική μεγέθυνση εδώ και πολλά χρόνια, αφήνοντας το δημόσιο χρέος της να διογκώνεται, χωρίς αυτό να ενοχλεί ιδιαίτερα τα υπόλοιπα οικονομικά μεγέθη της χώρας.
Η πορεία της «χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου» πρέπει να εξοργίζει το ΔΝΤ, ιδίως αν αναλογιστούμε ότι έχει υπάρξει παθούσα λόγω ανεξέλεγκτων οικονομικών πολιτικών. Την περίοδο 1991-92, η φούσκα της αγοράς ακινήτων και του χρηματιστηρίου στην Ιαπωνία έσπασε διμέτωπα, καταφέροντας ένα βαρύ πλήγμα στην οικονομία. Ο δείκτης Nikkei μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει να ανακάμψει πλήρως. Η υπέρμετρη αύξηση της πίστωσης και το έλλειμμα ρευστότητας ήταν τα χαρακτηριστικά φαινόμενα της περιόδου.
Ωστόσο, παρότι η «χαμένη δεκαετία», όπως αποκαλείται αυτή του 1990, για την Ιαπωνία υπήρξε, κατά γενική ομολογία δεν ήταν εμφανής στους δρόμους. Το οικονομικό μοντέλο της έχει ονομαστεί από πολλούς οικονομολόγους «ύφεση με ανάπτυξη», τουτέστιν οι ειδικοί μπορεί να προειδοποιούν ότι ο ρυθμός ανάπτυξης είναι χαμηλότερος από τις επεκτατικές τάσεις της οικονομίας, αλλά οι κυβερνήσεις αδιαφορούν πλήρως και συνεχίζουν με δημόσια έργα, τόνωση των εξαγωγών και ελεγχόμενο πληθωρισμό την οικονομική πολιτική τους, με αποτέλεσμα το 2003 η Ιαπωνία να βγει από την κρίση.
Πλέον, αντί για την κρίση, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και οι συν αυτώ μιλούν για το χρέος – ένα νέο φαινόμενο, απέναντι στο οποίο η Ιαπωνία κρατάει μια στάση αντίστοιχη της «ύφεσης με ανάπτυξη». Οι επικριτές της ζητούν, με άξονα αυτό, το περαιτέρω άνοιγμα της χώρας σε δυτικούς επιχειρηματικούς κολοσσούς.
1 Βλ. «Οι μνηστήρες του πολέμου», στην «Propaganda» #6, «Οι μεγάλες μπίζνες των εξοπλιστικών», 28/4/2017.