Ο «λαϊκός καπιταλισμός», που προπαγάνδιζαν ο Κώστας Σημίτης και ο σοσιαλίζων υπουργός Γιάννος Παπαντωνίου, έδινε μέσω του Χρηματιστηρίου τη δυνατότητα σε όποιον επιθυμούσε, όποια κι αν ήταν η θέση του στην εισοδηματική πυραμίδα, να καρπωθεί ένα μέρος αυτών των κερδών

Τέλη δεκαετίας 1990. Παρά τις  αρχικές  δυσκολίες,  η  Ελλάδα «φλέρταρε» πια ανοιχτά  με την ευρωζώνη  και η αλλαγή ήταν προ των πυλών. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι το νέο αίσθημα εμπιστοσύνης στην οικονομία δεν ήταν ζαλάδα από την εκσυγχρονιστική μέθη, αλλά απόλυτα λογική στάση, από τη στιγμή που η ΟΝΕ θα άνοιγε τις πύλες της για να απορροφήσει τα ελληνικά προϊόντα. Παράλληλα, ένα διεθνές περιβάλλον καλλιεργούσε την πίστη στις νέες τεχνολογίες και την πληροφορική ως μοχλούς της ανάπτυξης, πεποίθηση που θα συνέτριβε οδυνηρά  η «φούσκα  των  dot.com»  στις ΗΠΑ το 2003.  Στην Ελλάδα, οι επιχειρήσεις  αναμένετο να αυξήσουν κατά πολύ  την κερδοφορία τους και ο «λαϊκός καπιταλισμός», που προπαγάνδιζαν ο Κώστας Σημίτης  και ο σοσιαλίζων υπουργός Γιάννος  Παπαντωνίου, έδινε μέσω του Χρηματιστηρίου τη δυνατότητα  σε όποιον  επιθυμούσε, όποια κι αν ήταν η θέση του στην εισοδηματική πυραμίδα, να καρπωθεί ένα μέρος αυτών των κερδών.

Ανυπολόγιστος είναι ο αριθμός  όσων έσπευσαν να  επενδύσουν τα λεφτά τους  στις μετοχές  και ο δείκτης  του Χρηματιστηρίου άρχισε να ανεβαίνει αλματωδώς, μέχρι που, αδυνατώντας να αποκριθεί στα αναμενόμενα κέρδη, «έσπασε» στα τέλη του 1999,  με επώδυνο τρόπο για τους νεοεισερχόμενους  στον κόσμο του «ευγενούς» τζόγου, αλλά και την εγχώρια οικονομία εν συνόλω.  Η αξία κάποιων μετοχών είχε ανέβει 500%-1.000% μέσα σε ελάχιστους  μήνες.  Δεκάδες  -ή εκατοντάδες σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις- δισεκατομμύρια ευρώ  έκαναν φτερά σε μικρό χρονικό  διάστημα  και, μετά από μια σταθερά καθοδική πορεία,  ο δείκτης  του ΧΑΑ έφτασε  σε ιστορικό χαμηλό το 2002, το οποίο θα ξαναπροσέγγιζε στις παρυφές της κρίσης, ύστερα από μια μικρή ανάκαμψη. Πολλά χρόνια  μετά, οι έρευνες για συγκεκριμένα επενδυτικά παιχνίδια που παραπλάνησαν το ευρύ κοινό, παραχαράσσοντας  τις πραγματικές αξίες των μετοχών, έφτασαν μεν στη Δικαιοσύνη, αλλά δεν οδήγησαν σε καταδίκες. Ακόμα και χωρίς αυτές, ωστόσο, το πολιτικό υπόβαθρο της «φούσκας» του Χρηματιστηρίου δεν μπορεί  να αγνοηθεί. Άλλωστε, η χρηματοοικονομική στροφή  της  χώρας  είχε  προετοιμάσει το έδαφος,  χτίζοντας μια γενιά  επαγγελματιών  που θα μπορούσαν να γίνουν οι σαμάνοι αυτής της μετάβασης. Κάθε επίδοξος συμμετέχων στον «λαϊκό καπιταλισμό»  των μετοχών είχε πια τον δικό του χρηματιστή να τον καθοδηγεί, ενόσω τα μέσα ενημέρωσης φρόντιζαν να διαδίδουν την «τεχνογνωσία» για την κατανόηση της Σοφοκλέους. Γνωστά κερδοσκοπικά επεισόδια έλαβαν χώρα  υπό το καθεστώς  της απόλυτης νομιμότητας: στελέχη της κυβέρνησης κατηγορούνταν από τον αντιπολιτευόμενο Τύπο της εποχής ότι «ενίσχυαν» επιλεκτικά τις μετοχές συγκεκριμένων οργανισμών, προκειμένου να αυξήσουν το κεφάλαιό τους με την επένδυση του κόσμου. Πολλές τράπεζες, έχοντας  την  κάλυψη των  ΜΜΕ και της κυβέρνησης, ενσωμάτωναν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα,  στήνοντας έτσι ένα ολοκληρωμένο σύστημα  για την εκμετάλλευση της συγκυρίας. Μέσω του «κύκλου» αυτού, η κρίση του χρηματιστηρίου κατέληξε να γίνει η μεγαλύτερη αναδιανομή προς τα πάνω μέχρι την έλευση του Μνημονίου.

Είναι νωπή η μνήμη των τραπεζικών στελεχών να παροτρύνουν τον κόσμο να δει το Χρηματιστήριο ως ευκαιρία πλουτισμού. Περισσότερο από όλους, όμως, αυτή  την άκρατη  πίστη  σε κάποια δήθεν  επελαύνουσα εκτίναξη της ελληνικής οικονομίας καλλιέργησε η τότε κυβέρνηση. Η γνωστή προεκλογική  αφίσα του ΠΑΣΟΚ που κραύγαζε υπέρ  της αξίας των μετοχών είναι χαρακτηριστική του κλίματος  που διαμόρφωναν οι κυβερνητικοί κύκλοι. Οι εκσυγχρονιστικές πεποιθήσεις του πρωθυπουργού, αν εμφορούνταν από αφέλεια, αδυνατούσαν να διανοηθούν ότι η κλιμάκωση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε νομισματικό επίπεδο μπορεί και να μην έφερνε  μια αναπτυξιακή  ουτοπία.  Κι όταν διαψεύστηκε οικτρά, με ολέθρια  αποτελέσματα για όσους ακολούθησαν τις υποδείξεις του, αντί να καυτηριάσει το πολιτικό  προσωπικό και τα στελέχη του χρηματοοικονομικού τομέα, κάνοντας παράλληλα και την αυτοκριτική του, ο Κώστας Σημίτης αρκέστηκε σε δύο λέξεις κατά των χαμένων: «Ας πρόσεχαν».