Μια παρέα που περιστρέφεται ανταλλάζοντας λίγο-πολύ τις ίδιες θέσεις γύρω από την ΑΣΟΕΕ, τη Νομική, την Τράπεζα της Ελλάδος, τις Βρυξέλλες και το υπουργείο Οικονομικών…

Στις  15 Ιανουαρίου 2001, το τραπεζικό σύστημα της χώρας γιόρταζε. Είχαν περάσει μόλις δύο εβδομάδες από την επίσημη προσχώρηση της Ελλάδας στην ευρωζώνη, ύστερα από την αρχική απόρριψή της (βλ. Propaganda #1, 24.3.2017) και η Τράπεζα της Ελλάδος διοργάνωσε γεύμα εργασίας στην έδρα της προς τιμήν του τότε πρωθυπουργού, Κώστα Σημίτη. Εν αντιθέσει με τους επικεφαλής των συστημικών τραπεζών, τον υπουργό Οικονομικών, Γιάννο Παπαντωνίου, και πρόσωπα όπως ο Θεόδωρος Καρατζάς, που είχαν προλειάνει το έδαφος για την ευρωπαϊκή στροφή, οι νεότεροι μεταξύ των υπολοίπων ήταν μεν γνωστοί στους πανεπιστημιακούς και τραπεζικούς κύκλους, αλλά δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα που θα γίνονταν πασίγνωστοι στο ευρύ κοινό. Άλλωστε, όταν δειπνούσαν με τον πρωθυπουργό, ο Γιάννης Στουρνάρας (τότε πρόεδρος της Εμπορικής Τράπεζας) και ο Γκίκας Χαρδούβελης (τότε οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού) ήταν μόλις 45 και 46 ετών. Ο δε οικοδεσπότης, Λουκάς Παπαδήμος, δεν είχε αποχωρήσει ακόμα για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, από όπου θα επέστρεφε πολύ αργότερα ως μνημονιακός πρωθυπουργός, χωρίς να υποστεί το βασανιστήριο των εκλογών. Φυσικά, ούτε παράλογο ούτε πρωτότυπο είναι το πέρασμα των υπουργών Οικονομικών από τον τραπεζικό τομέα. Πρώην «τσάροι» της οικονομίας, όπως ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου, ο Γεράσιμος Αρσένης και ο Δημήτρης Κουλουριάνος είχαν, άλλωστε, θητεύσει σε θέσεις της ΤτΕ, ενώ πολλοί ομόλογοί τους σε κάποια στιγμή της σταδιοδρομίας τους διασταυρώθηκαν με τα τραπεζικά πράγματα. Ωστόσο, από την έναρξη της κρίσης και μετά, ήταν ο ίδιος ο ρόλος του υπουργού Οικονομικών που άλλαξε. Ο θώκος έπρεπε πλέον να καταλαμβάνεται από ένα πρόσωπο που ταυτόχρονα όφειλε να μοιράζεται την οικονομική κουλτούρα της τρόικας και να μπορεί να επιβεβαιώσει επί του πρακτέου ότι ο μονόδρομος της διεξόδου από την κρίση περνάει από μια «κυβέρνηση τεχνοκρατών», η οποία θα επωμιζόταν την πλήρη εφαρμογή των προγραμμάτων λιτότητας, χωρίς πολιτικές ευθύνες. Το «εξευρωπαϊσμένο» αξίωμα του υπουργού Οικονομικών ήδη από την εποχή του αρχετυπικού τεχνοκράτη Νίκου Χριστοδουλάκη είχε αρχίσει να ακολουθεί τις μεταμορφώσεις των ευρωπαϊκών ελίτ, που με την πάροδο του χρόνου προσλαμβάνουν όλο και πιο σκληρά γραφειοκρατικά χαρακτηριστικά.

 

Οι πρωτομάστορες

Παρότι παραμένει ο άνθρωπος που καθιέρωσε το πρότυπο του ΥΠ.ΟΙΚ., που δεν μοιράζεται ούτε τις «αριστερίζουσες» παρεκκλίσεις του Γιάννου Παπαντωνίου (του γνωστού «συντρόφισσες και σύντροφοι, για τον σοσιαλισμό αγωνιζόμαστε όλοι»), ούτε το προφίλ του «ανθρώπου της αγοράς», που χαρακτήριζε τον Γιώργο Σουφλιά, ο Νίκος Χριστοδουλάκης πέρασε το διάστημα από την πτώση της κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη μέχρι τη σύντομη επανεμφάνισή του στην υπηρεσιακή κυβέρνηση της Βασιλικής Θάνου επιστρέφοντας στις πανεπιστημιακές αίθουσες. Περίπου την ίδια μοίρα είχε και ο Γιώργος Αλογοσκούφης, με τη διαφορά ότι οι πάμπολλες αποτυχίες του στο υπουργείο Οικονομικών δεν τον απέτρεψαν από το να φύγει πέρυσι για τις ΗΠΑ, όπου ανέλαβε την έδρα Κωνσταντίνου Καραμανλή στο Πανεπιστήμιο Tufts, στη Μασαχουσέτη.

Το γεγονός ότι ο Γιώργος Αλογοσκούφης είχε μια αμφιλεγόμενη θητεία, στη διάρκεια της οποίας δεχόταν έντονες κριτικές ακόμα και από την ίδια του την παράταξη, συχνά επικαλύπτει το γεγονός ότι όταν του ανατέθηκε το υπουργείο Οικονομικών είχε κι ο ίδιος το προφίλ του τεχνοκράτη. Πέραν της πανεπιστημιακής του έδρας στα Οικονομικά και το πλούσιο συγγραφικό του έργο, είχε ήδη περάσει μια τετραετία ως εκλεγμένο μέλος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Εταιρεία, είχε συνεργαστεί με σημαντικά πανεπιστήμια του εξωτερικού, ενώ είχε εργαστεί και ως σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Κομισιόν. Ενώ το βιογραφικό του δεν υπολείπεται σε τίποτα αυτών του Λουκά Παπαδήμου, του Γιάννη Στουρνάρα, του Γιώργου Προβόπουλου και του Γκίκα Χαρδούβελη, η ταραχώδης θητεία του καθιστά ασύμφορο τον συμψηφισμό με αυτούς που στα χρόνια του Μνημονίου έγιναν τα προκρινόμενα πρόσωπα, τόσο από την τρόικα όσο κι από σημαντικό μέρος του πολιτικού φάσματος, να αναλάβουν την ευθύνη του προγράμματος.

 

Δοκιμή και σφάλμα Ως γνωστόν, ο κλήρος για την προετοιμασία του Μνημονίου έμελλε να πέσει στον Γιώργο Παπακωνσταντίνου, ο οποίος ανέλαβε το καθοριστικότερο όλων πόστο για τη μετάβαση από το «Λεφτά υπάρχουν» στο Καστελόριζο. Στην πραγματικότητα, από την αρχή ο προσανατολισμός του ήταν προς την κατεύθυνση μιας ήπιας αρχικά λιτότητας, που επιχειρούσε να περιορίσει τα ελλείμματα, και η διαμόρφωση ενός πολιτικού πλαισίου που θα μπορούσε να προετοιμάσει το θεσμικό έδαφος για την έλευση του Μνημονίου. Ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου είχε μεν στενές σχέσεις με τον Γιώργο Παπανδρέου, αλλά το προφίλ του ήταν πολύ διαφορετικό από του μέσου στελέχους του ΠΑΣΟΚ• οι δυνατές οικονομικές σπουδές του σε διεθνή πανεπιστήμια και η επαγγελματική του εμπειρία, που περνούσε από τον ΟΟΣΑ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το πανεπιστήμιο, αλλά και το επιτελείο των συμβούλων του Κώστα Σημίτη, τον τοποθετούσαν ευθύς εξαρχής στο φάσμα των τεχνοκρατών. Σε ρεπορτάζ το 2008 στην «Καθημερινή», όταν ήταν ακόμα εκπρόσωπος Τύπου του αντιπολιτευόμενου ΠΑΣΟΚ, ο Σταύρος Λυγερός τον συμπεριλάμβανε στους συνεργάτες του Γιώργου Παπανδρέου που ήταν «σαν τη μύγα μες στο γάλα» στη Χαριλάου Τρικούπη.

Με το Καστελόριζο γενικεύθηκε και η συζήτηση για την «κυβέρνηση τεχνοκρατών». Ακριβώς όπως ο Γιώργος Αλογοσκούφης, έτσι και ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ενώ είχε βρεθεί στο κυβερνητικό πόστο ως ψυχρός ειδήμων, έφτασε να παρουσιάζεται ως αντιπαράδειγμα στους τεχνοκράτες, που όφειλαν πια να έρθουν να σώσουν την οικονομία. Λίγες ημέρες πριν από τον ανασχηματισμό του Ιουνίου του 2011, το όνομα του Λουκά Παπαδήμου άρχισε να ακούγεται για το υπουργείο Οικονομικών, αν και στην κυβέρνηση ήρθε τελικά τον Νοέμβριο ως τεχνοκράτης πρωθυπουργός που θα εκπλήρωνε -έστω μερικώς- τις φαντασιώσεις των φιλοτεχνοκρατών και θα έδινε τη λύση• την οποία πράγματι έδωσε, για κάποια συγκεκριμένα συμφέροντα που επωφελήθηκαν από ένα σκληρό δεύτερο Μνημόνιο και ένα πρόγραμμα καταλήστευσης των ασφαλιστικών ταμείων.

Εννοιολογική ασάφεια

Ενώ οι σπουδές και το επιστημονικό του κύρος υπερτερούσαν πιθανώς όλων των ομολόγων του, ο Γιάνης Βαρουφάκης όχι απλώς δεν έγινε ποτέ αντιληπτός ως τεχνοκράτης, αλλά κατέληξε να είναι και ο μεγαλύτερος εχθρός όσων υποστήριζαν το σενάριο της κυβέρνησης τεχνοκρατών, πολλοί εκ των οποίων επιθυμούν τώρα να τον δουν να οδηγείται στο Ειδικό Δικαστήριο. Ο ίδιος αποτέλεσε ένα παράδοξο στο τεχνοκρατικό αφήγημα. Δεν ήταν η επιστημονική ανεπάρκεια ή κάποια ανικανότητα να αντιληφθεί την οικονομία αυτό που, σύμφωνα με τους επικριτές του, οδήγησε στην τραπεζική αργία και τον νέο δανεισμό. Ήταν, αντιθέτως, η απροθυμία του να κρατήσει τις πολιτικές ισορροπίες με τους δανειστές που οδήγησε στην «καταστροφή». Τουτέστιν, το πρόβλημα των φίλων του σεναρίου της κυβέρνησης τεχνοκρατών ήταν ότι ο Γιάνης Βαρουφάκης δεν ήταν αρκετά πολιτικός.

Οι διαφορές του υπουργού Οικονομικών της «σκληρής διαπραγμάτευσης» της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους προκατόχους του ήταν πολύ πιο εμφανείς από τις ομοιότητες. Για αυτό, άλλωστε, βασική αντιπολιτευτική γραμμή της Νέας Δημοκρατίας ήταν ότι το πολυθρύλητο «e-mail Χαρδούβελη» -παρότι προσέφερε γην και ύδωρ στους δανειστές- θα μπορούσε να βάλει ένα οριστικό τέλος στις μνημονιακές απαιτήσεις. Οι δύο προκάτοχοι του Γιάνη Βαρουφάκη, Γιάννης Στουρνάρας και Γκίκας Χαρδούβελης, που επωμίστηκαν την πιο πυκνή και κοινωνικά επιζήμια φάση της μνημονιακής αναδιάρθρωσης, εκπροσωπούσαν τους κύκλους που οι δανειστές ήθελαν στο τιμόνι της χώρας: την τραπεζική ελίτ. Η κοινή παρουσία των Χαρδούβελη και Στουρνάρα στο δείπνο της ΤτΕ το 2001 δεν είναι τυχαία, όπως τυχαία δεν είναι και η κοινή καταγωγή τους από την Κεντροαριστερά – ασχέτως αν ήταν η μεγάλη δεξιά παράταξη που τους κατέστησε κυβερνητικά στελέχη. Το άνοιγμα και η αναστελέχωση του τραπεζικού τομέα τη δεκαετία του 1990, που είχαν ήδη προετοιμαστεί από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου με προοδευτικό στίγμα, έδωσαν σαφή υπεροχή στο τραπεζικό σύστημα έναντι της πολιτικής εξουσίας. Παράλληλα, τόσο η κυβέρνηση Μητσοτάκη όσο και ο σημιτικός εκσυγχρονισμός, έχοντας στο φόντο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την εντονότερη διασύνδεση με την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, παρήγαγαν  μια νέα γενιά στελεχών, που θα μπορούσαν να εναρμονιστούν καλύτερα με το νέο οικονομικό κλίμα. Ο Γιάννης Στουρνάρας και ο Γκίκας Χαρδούβελης ήταν μόνο δύο από τα πρόσωπα που γαλουχήθηκαν  πολιτικά σε αυτή τη μετάβαση. Πλάι τους, άνθρωποι όπως ο Γιώργος Προβόπουλος και ο Μιχάλης Σάλλας, με τον πρώτο να έχει στενές σχέσεις με την κυβέρνηση Μητσοτάκη και τον δεύτερο να αποκτά εμπειρία στους διαδρόμους του ΠΑΣΟΚ, ακούστηκαν συχνά ως προτεινόμενοι για την ηγεσία μιας πιθανής κυβέρνησης τεχνοκρατών. Το ότι τα πρόσωπα αυτά έχουν κατηγορηθεί για τις τραπεζικές τους πρακτικές ή ότι το τραπεζικό σύστημα της χώρας έχει οδηγηθεί σε σειρά αδιεξόδων που επιβάρυναν την κοινωνία, ελάχιστη σημασία έχει. Στην ευρωπαϊκή Ελλάδα, την οικονομική πολιτική επιτρέπεται να διαχειρίζεται μόνο μία συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων: μία παρέα που περιστρέφεται ανταλλάζοντας λίγο-πολύ τις ίδιες θέσεις γύρω από την ΑΣΟΕΕ, τη Νομική, την Τράπεζα της Ελλάδος, τις Βρυξέλλες και το υπουργείο Οικονομικών.