Η χρήση του όρου «εκσυγχρονισμός» για τις πολιτικές που ασκήθηκαν στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως την αρχή της κρίσης αποτελεί ίσως ένα είδος σφετερισμού. Κι αυτό επειδή ο όρος «εκσυγχρονισμός», η δήλωση δηλαδή της ανάγκης εκμοντερνισμού των θεμελιωδών δομών της χώρας, διατρέχει τη Νεοελληνική Ιστορία και έχει χρησιμοποιηθεί από πλείστες όσες παρατάξεις του πολιτικού φάσματος. Τι είναι αυτό, λοιπόν, που καθιστά τον εκσυγχρονισμό, όπως τον καταλαβαίνουμε σήμερα, κάτι ιδιαίτερο και εντέλει ριζοσπαστικό – με την έννοια ότι επιφέρει ίσως τη δραστικότερη πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης; Μακράν του να αποτελεί μια πιο εξελιγμένη εκδοχή του «Τρίτου δρόμου» του Ανδρέα Παπανδρέου, ο σημιτικός εκσυγχρονισμός μοιάζει με μια καθ’ ημάς εκδοχή ενός άλλου «Τρίτου δρόμου», αυτού που ανέπτυξε ο Βρετανός κοινωνιολόγος και σύμβουλος του Τόνι Μπλερ, Αντονι Γκίντενς, έννοιας γνωστής επίσης με το όνομα «ριζοσπαστικό Κέντρο». Η διαφορά ανάμεσα στους δύο «Τρίτους δρόμους» είναι τεράστια: εκεί όπου ο Ανδρέας Παπανδρέου αναζητούσε την ενδιάμεση οδό ανάμεσα στην επαναστατική Αριστερά και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία –παραμένοντας, με άλλα λόγια, εμφατικά στην αριστερή πλευρά του πολιτικού φάσματος–, ο Γκίντενς αναζήτησε μια υπέρβαση του παραδοσιακού πολιτικού ανταγωνισμού, μια «δημοκρατία του διαλόγου» αντί των κοινωνικών συγκρούσεων, «πέρα από την Αριστερά και τη Δεξιά». Σε αντίθεση  με τις πολιτικές έρευνες του Ανδρέα Παπανδρέου, το «ριζοσπαστικό Κέντρο» είναι πολύ πιο πρόσφατη υπόθεση και απαντάται κυρίως στην αγγλοσαξονική πολιτική των 90s και των 00s (στους κύκλους κυρίως γύρω από τον Μπιλ Κλίντον και τον Τόνι Μπλερ) – αν και οι έννοιες που συζητιούνται βρίσκουν «προγόνους» στα γραπτά της Αμερικανίδας δημοσιογράφου Ρενάτα Αντλερ τη δεκαετία του 1960. Κομβικά προτάγματα του «ριζοσπαστικού Κέντρου» είναι η ανάγκη για «μεταρρυθμίσεις», ο έλεγχος του «ιδεαλισμού» από τον «πραγματισμό» και η έμφαση στην αξία του «ορθολογισμού». Οσο εν πρώτοις παράξενο κι αν είναι να επισημαίνονται οι συγγένειες της σκέψης ενός γερμανοτραφούς πολιτικού, όπως ο Κώστας Σημίτης, με ένα κατά κύριο λόγο αγγλοσαξονικό ρεύμα, δεν παύουν να ισχύουν: ο «σημιτικός» εκσυγχρονισμός χαρακτηρίζεται ακριβώς από τη μετατόπιση από το δίπολο «Αριστερά – Δεξιά» στο δίπολο «εκσυγχρονισμός – λαϊκισμός». Ακόμη περισσότερο, το περιεχόμενο αυτών των εννοιών ορίζεται ως «ορθολογισμός» εναντίον «ανορθολογισμού» ή «ιδεοληψίας», καθιστώντας τον λαϊκισμό μια ανυποχώρητα αρνητική κατηγορία, μέσα στην οποία χωρεί κάθε κριτική προς τον «πραγματισμό» της διακυβέρνησης. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως, μολονότι στο πεδίο της άσκησης της διακυβέρνησης –και ιδίως όσον αφορά την οικονομία– ο «πραγματισμός» του εκσυγχρονισμού τον φέρνει σε συμπόρευση με τον κυρίαρχο σύγχρονο τρόπο διακυβέρνησης, δηλαδή τον νεοφιλελευθερισμό, αυτό που κυρίως τον προσδιορίζει είναι ο μεταϋλιστικός και πολιτισμικός του χαρακτήρας: ο εκσυγχρονισμός αναδιατυπώνει την πολιτική διαφοροποίηση ανάμεσα στην «πρόοδο» και την «υστέρηση» ως πολιτισμικό ζήτημα ως μια σύγκρουση ορθολογιστών και ιδεοληπτικών, δηλαδή αυτών που βλέπουν ξεκάθαρα την πραγματικότητα κι αυτών που –για διάφορους σκοτεινούς λόγους– κρύβονται από αυτήν.  Την περίοδο της κορύφωσης της ηγεμονίας του εκσυγχρονισμού, αναλυτικό κύρος προσέδωσε σε αυτό το ρεύμα πολιτικής σκέψης το έργο του Νικηφόρου Διαμαντούρου «Πολιτιστικός δυϊσμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης», όπου η ελληνική κοινωνία περιγράφεται ακριβώς ως αποτελούμενη από δύο ομάδες, τους «προοδευτικούς» και τους «παρωχημένους» (ή, σε μια μετάφραση-λογοπαίγνιο του αγγλικού πρωτοτύπου, τα «υπόσκυλα»). Οι διαρκείς αναδιατυπώσεις του πολιτιστικού δυϊσμού της ελληνικής κοινωνίας και η «άρνησή» της να «εκσυγχρονιστεί» ως εξήγηση για τα δεινά που υφίσταται τα τελευταία χρόνια αποτελούν τη μετεξέλιξη του εκσυγχρονισμού σε εκείνους τους εξαγριωμένους πλέον διαδόχους του «ριζοσπαστικού Κέντρου», κύριους υπέρμαχους της ανάγκης της κοινωνίας να «συμμορφωθεί» σε «σύγχρονα» πρότυπα», για να βγει από την κρίση, που αποκαλούμε το «ακραίο Κέντρο».