Μια διαπραγμάτευση στις πλάτες ανθρώπων που αναζητούν ένα καλύτερο αύριο

Ένα  από  τα  πιο  σοβαρά   προβλήματα  στη διαπραγμάτευση ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Βρετανία σε σχέση με τους όρους του Brexit αφορά το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης, που περιλαμβάνεται στις θεμελιώδεις ελευθερίες της Ε.Ε., δικαίωμα που αποκτά ιδιαίτερη φόρτιση δεδομένης της παρουσίας περίπου 3 εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών στη Βρετανία αυτή τη στιγμή, ανάμεσά τους και πολλών χιλιάδων συμπατριωτών μας.

Οι Ευρωπαίοι πολίτες που σήμερα κατοικούν στη Βρετανία ήδη έχουν αποτελέσει το αντικείμενο ενός ιδιότυπου διαπραγματευτικού μπρα-ντε-φερ ανάμεσα στη βρετανική κυβέρνηση και τους εκπροσώπους της Ε.Ε. Σχηματικά, εξαρχής και περίπου από την επαύριον του δημοψηφίσματος, η πλευρά της Ε.Ε. έκανε σαφές ότι δεν υπάρχει περίπτωση να δοθεί στη Βρετανία η δυνατότητα να παραμείνει μέλος της «κοινής αγοράς», δηλαδή να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές, παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι θα παραμείνουν σε ισχύ όλες οι θεμελιώδεις ελευθερίες, άρα και η ελευθερία μετακίνησης και εγκατάστασης των Ευρωπαίων πολιτών στη Βρετανία. Από τη μεριά της, πάλι εξαρχής, η βρετανική πλευρά έκανε σαφές ότι, χωρίς μια θετική στάση των Ευρωπαίων σε σχέση με την ελεύθερη πρόσβαση στην κοινή αγορά, η θέση των Ευρωπαίων πολιτών που ζουν και εργάζονται στη Βρετανία θα βρεθεί υπό διακύβευση.

Σε όλο αυτό μπαίνει και το ζήτημα των Βρετανών που ζουν εκτός Βρετανίας, σε κάποια χώρα της Ε.Ε. Οι expats, όπως συνηθίζουν να τους αποκαλούν, που σε ορισμένες περιπτώσεις αποτελούν βασική πληθυσμιακή κατηγορία, όπως, για παράδειγμα, οι Βρετανοί συνταξιούχοι σε περιοχές της Ισπανίας, θα βρεθούν σε ένα ιδιότυπο καθεστώς όταν ολοκληρωθεί το Brexit, καθώς ούτε αυτοί θα καλύπτονται πλέον από το καθεστώς της ελεύθερης μετακίνησης και εγκατάστασης.

Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Παρότι αυτή η αντιπαράθεση έχει συνοδευτεί από διάφορες γενικές αναφορές σε θέματα δικαιωμάτων, πολυπολιτισμικότητας  και ρατσισμού, η ουσία της δεν έχει ακριβώς σχέση με αυτά. Κατ’ αρχάς, τόσο οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες όσο και η Βρετανία τα τελευταία χρόνια ούτως ή άλλως δεν ακολουθούν πολιτική «ανοιχτών συνόρων», όταν πρόκειται για μετανάστες και πρόσφυγες από την Ασία και την Αφρική – και μέχρι πριν από λίγα χρόνια την Ανατολική Ευρώπη. Οι χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες των τελευταίων ετών στη Μεσόγειο καταδεικνύουν ότι η αναφορά σε δικαιώματα, σε ελευθερία μετακίνησης και σε δικαίωμα εγκατάστασης είναι μάλλον επιλεκτική και πιο ορθό είναι να πούμε ότι στην Ευρώπη ισχύει το ακριβώς αντίθετο, ιδίως εάν είσαι φτωχός και μη Ευρωπαίος. Άλλωστε, ακόμη και εάν κανείς φτάσει στην Ευρώπη θα διαπιστώσει ότι δεν πρόκειται ποτέ να αποκτήσει τα δικαιώματα των γηγενών, ενώ σύντομα θα αντιμετωπίσει έναν διάχυτο και εντεινόμενο ρατσισμό, που δεν περιορίζεται στις ακροδεξιές ή ανοιχτά ξενοφοβικές φωνές, αλλά ολοένα και περισσότερο αφορά το πολιτικό mainstream. Εδώ, μάλιστα, έχει ενδιαφέρον και η σύγκριση ανάμεσα στην Ευρώπη και τη Βρετανία. Παρότι χώρα στην οποία η αποικιοκρατία άφησε βαθιά χνάρια, ο ρατσισμός παραμένει ενδημικός και η αποικιακή λογική εξηγεί πολλές από τις κοινωνικές ιεραρχίες και τους διαχωρισμούς της, εντούτοις στη Βρετανία δεν σκέφτηκαν, για παράδειγμα, να επιβάλουν μέτρα θεσμικού ρατσισμού, όπως η απαγόρευση της μαντίλας στα σχολεία, που ισχύει στη Γαλλία.

Από την άλλη, τόσο η Βρετανία όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουν κανένα πρόβλημα όταν μιλάμε για την άφιξη και την εγκατάσταση «επενδυτών» και ανθρώπων του πλούτου. Η Βρετανία έχει μια μεγάλη παράδοση στο να φιλοξενεί επενδυτές από όλο τον κόσμο, Άραβες δισεκατομμυριούχους, Έλληνες εφοπλιστές, Ρώσους ολιγάρχες. Αυτό δεν πρόκειται να σταματήσει και τώρα. Άλλωστε, και στις ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, υπάρχουν ειδικές ρυθμίσεις που επιτρέπουν την παροχή άδειας παραμονής, συχνά και μακρόχρονης, σε όποιον μπορεί να αγοράσει κατοικία μεγάλης αξίας ή να κάνει μια σημαντική επένδυση. Με αυτή την έννοια, ας μην έχουμε καμιά αυταπάτη επ’ αυτού. Δεν πρόκειται να σταματήσει η ούτως ή άλλως παγκοσμίως κατοχυρωμένη ελευθερία μετακίνησης των ανθρώπων του πλούτου.

Ούτε, βέβαια, πρόκειται να διακυβευτεί η δυνατότητα σπουδών στη Βρετανία ή η προσέλκυση μεταπτυχιακών φοιτητών, υποψήφιων διδακτόρων κ.λπ. Η ανώτατη εκπαίδευση είναι εξαγώγιμο προϊόν στη Βρετανία και η προσέλκυση και Ευρωπαίων φοιτητών διατεθειμένων να καταβάλουν τα σχετικά δίδακτρα θα συνεχιστεί. Αυτό σημαίνει ότι θα συνεχίσουμε να έχουμε και έναν καθόλου ευκαταφρόνητο αριθμό Ελλήνων φοιτητών στα βρετανικά πανεπιστήμια, όπως και έναν ικανό αριθμό ερευνητών.

Επομένως, για ποιο επίδικο μιλάμε; Στην πραγματικότητα, η διεκδίκηση των Ευρωπαίων είναι να συνεχίσουν να μπορούν να εξάγουν ένα μέρος της ανεργίας τους στη Βρετανία. Οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα και σε μικρότερο βαθμό, λόγω μικρότερης ανεργίας, η Ιταλία) εκμεταλλεύονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της βρετανικής αγοράς εργασίας (μικρή σχετικά ανεργία, επιμέρους ελλείμματα σε εξειδικευμένο προσωπικό σε ορισμένες ειδικότητες) για να μπορούν να αντιμετωπίζουν το γεγονός ότι δεν μπορούν να προσφέρουν προοπτική και μέλλον στη νεολαία τους. Από την άλλη, οι χώρες της «διεύρυνσης» της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης ούτως ή άλλως αξιοποίησαν τη μαζική μετανάστευση προς τη Δύση σε όλη τη «μετακομμουνιστική» περίοδο ως έναν μηχανισμό κοινωνικής εξισορρόπησης, αλλά και οικονομικής επένδυσης (μεταναστευτικά εμβάσματα) και η Βρετανία ήταν ένας από τους στόχους. Ιδίως, μάλιστα, όταν δεν ήταν λίγοι οι Βρετανοί εργοδότες που είδαν σε αυτό τη δυνατότητα μείωσης του κόστους εργασίας, προκαλώντας έτσι και τις αντιδράσεις τμημάτων της βρετανικής κοινωνίας. Και αυτό εξηγεί και γιατί μερίδες του βρετανικού κατεστημένου παραμένουν υπέρ της δυνατότητας της ελεύθερης μετακίνησης.

Πάνω σε αυτό το επίδικο είναι που γίνεται η διαπραγμάτευση. Και γύρω από αυτό θα επέλθει και ο όποιος συμβιβασμός, που θα σχετίζεται προφανώς και με το τι θα γίνει στα άλλα ανοιχτά θέματα της διαπραγμάτευσης και, κυρίως, με τον λογαριασμό, ήτοι το εάν θα κληθεί να πληρώσει -και πόσα- η Βρετανία. Και σε αυτό το παζάρι, δυστυχώς, μικρή θέση θα έχουν οι αγωνίες των ανθρώπων που βρέθηκαν στη Βρετανία αναζητώντας καλύτερη μοίρα. Ακόμη και εάν στο τέλος με κάποιο τρόπο διασφαλιστεί η παραμονή τους.